- καταβλακεύομαι
- καταβλακεύωtreat carelesslypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβλακεύω — (Α) 1. μεταχειρίζομαι κάτι με αμέλεια, αδέξια, παραμελώ, αμελώ 2. παθ. καταβλακεύομαι είμαι αμελής ή οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλακεύω «είμαι οκνηρός»] … Dictionary of Greek